ολόγραφος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ολόγραφος η ολόγραφη το ολόγραφο
      γενική του ολόγραφου της ολόγραφης του ολόγραφου
    αιτιατική τον ολόγραφο την ολόγραφη το ολόγραφο
     κλητική ολόγραφε ολόγραφη ολόγραφο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ολόγραφοι οι ολόγραφες τα ολόγραφα
      γενική των ολόγραφων των ολόγραφων των ολόγραφων
    αιτιατική τους ολόγραφους τις ολόγραφες τα ολόγραφα
     κλητική ολόγραφοι ολόγραφες ολόγραφα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

  1. ολόγραφος < μεσαιωνική ελληνική ολόγραφος < αρχαία ελληνική ὅλος + γράφω
  2. ολόγραφος < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική holographe

Προφορά

ΔΦΑ : /oˈlo.ɣɾa.fos/

Επίθετο

ολόγραφος, -η, -ο

  1. που όλη η επιφάνειά του είναι γραμμένη
     συνώνυμα: κατάγραφος
  2. (νεολογισμός) που είναι αποτυπωμένος με την τεχνική της ολογραφίας

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.