αποτυπωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αποτυπωμένος | η | αποτυπωμένη | το | αποτυπωμένο |
| γενική | του | αποτυπωμένου | της | αποτυπωμένης | του | αποτυπωμένου |
| αιτιατική | τον | αποτυπωμένο | την | αποτυπωμένη | το | αποτυπωμένο |
| κλητική | αποτυπωμένε | αποτυπωμένη | αποτυπωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αποτυπωμένοι | οι | αποτυπωμένες | τα | αποτυπωμένα |
| γενική | των | αποτυπωμένων | των | αποτυπωμένων | των | αποτυπωμένων |
| αιτιατική | τους | αποτυπωμένους | τις | αποτυπωμένες | τα | αποτυπωμένα |
| κλητική | αποτυπωμένοι | αποτυπωμένες | αποτυπωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αποτυπωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αποτυπώνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.