ολογραφικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ολογραφικά < ολογραφικός + -α
Μεταφράσεις
ολογραφικά
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ολογραφικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ολογραφικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.