δικτατορία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δικτατορία οι δικτατορίες
      γενική της δικτατορίας των δικτατοριών
    αιτιατική τη δικτατορία τις δικτατορίες
     κλητική δικτατορία δικτατορίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δικτατορία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δικτατορία, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική dictature[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ði.kta.toˈɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δικτατορία

Ουσιαστικό

δικτατορία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.