ολέθρια
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ολέθρια < ολέθρι(ος) + -α
Συνώνυμα
- ολεθρίως (λόγιο)
Μεταφράσεις
ολέθρια
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ολέθρια
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του ολέθριος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (ολέθριο) του ολέθριος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.