ολέθρια

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ολέθρια < ολέθρι(ος) +

Επίρρημα

ολέθρια

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ολέθρια

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του ολέθριος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (ολέθριο) του ολέθριος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.