ὄλλυμι

Αρχαία ελληνικά (grc)

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  ὄλλυμι & ὀλλύω   ὄλλυμαι 
Παρατατικός  ὤλλυν & ὤλλυον   ὠλλύμην 
Μέλλοντας  ὀλέσω & ὀλῶ (αττ.)   ὀλοῦμαι 
Αόριστος  ὤλεσα   ὠλόμην 
Παρακείμενος  ὀλώλεκα   ὄλωλα 
Υπερσυντέλικος  ὠλωλέκειν   ὀλώλειν & ὠλώλειν 
Συντελ.Μέλλ.

Ετυμολογία

ὄλλυμι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₃elh₁- (καταστρέφω) + -νυμι

Ρήμα

ὄλλυμι

  1. καταστρέφω
  2. αφανίζω
  3. ερημώνω
  4. χάνομαι
      οὐ μὴν γυνή γ᾽ ὄλωλεν Ἄλκηστις σέθεν;
    Δε χάθηκε, πιστεύω, η Άλκηστή σου. (Ευριπίδης, Άλκηστις, 518, 438 π.Χ. )

Συγγενικά

  • ὄλεθρος
  • ὀλέθριος
  • ὀλέκω
  • ὀλέσκω
  • ὀλετήρ θηλ. ὀλέτειρα
  • ὀλέτις
  • ὀλωλότες

Σύνθετα

  • ἀπόλλυμι
  • διόλλυμι
  • ἐξόλλυμι
  • κατόλλυμι
  • ὀλεσήνωρ, ο ανδροφόνος
  • ὀλεσίμβροτος
  • ὀλεσιτύραννος
  • προόλλυμι
  • ὠλεσίκαρπος

Κλίση

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.