δράμι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δράμι τα δράμια
      γενική του δραμιού των δραμιών
    αιτιατική το δράμι τα δράμια
     κλητική δράμι δράμια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δράμι < μεσαιωνική ελληνική δράμιον < τουρκική dirhem < οθωμανική τουρκική درهم < περσική درهم ‎(dirham) < αρχαία ελληνική δραχμή (αντιδάνειο)

Ουσιαστικό

δράμι ουδέτερο

  1. μονάδα βάρους, το 1/400 της οκάς
  2. πολύ μικρή ποσότητα από κάτι
    αυτός ο άνθρωπος δεν έχει δράμι μυαλό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.