tame

Αγγλικά (en)

Επίθετο

παραθετικά
θετικός tame
συγκριτικός tamer
υπερθετικός tamest

tame (en)

  1. ήμερος, εξημερωμένος
  2. βαρετός, ξενέρωτος, ανιαρός, κοινότοπος

Ρήμα

ενεστώτας tame
γ΄ ενικό ενεστώτα tames
αόριστος tamed
παθητική μετοχή tamed
ενεργητική μετοχή taming

tame (en)

  1. (αμετάβατο) δαμάζομαι, ημερεύω, εξημερώνομαι
  2. (μεταβατικό) δαμάζω, εξημερώνω

Συγγενικά

Πηγές

  • tame - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
  • tame - Oxford Learner's Dictionaries
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.