οικοπεδοφάγος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η οικοπεδοφάγος οι οικοπεδοφάγοι
      γενική του/της οικοπεδοφάγου των οικοπεδοφάγων
    αιτιατική τον/την οικοπεδοφάγο τους/τις οικοπεδοφάγους
     κλητική οικοπεδοφάγε οικοπεδοφάγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οικοπεδοφάγος < οικόπεδ(ο) + -ο- + -φάγος

Ουσιαστικό

οικοπεδοφάγος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.