precinct
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| precinct | precincts |
Ετυμολογία en
Ουσιαστικό
precinct (en)
- (βρετανική σημασία) η περιοχή, μια εμπορική περιοχή σε μια πόλη όπου δεν μπορούν να πάνε αυτοκίνητα
- ↪ a pedestrian precinct - περιοχή για πεζούς μόνο
- (αμερικανική σημασία) η περιφέρεια, ένα από τα τμήματα στα οποία χωρίζεται μια πόλη για να διοργανωθούν εκλογές
- ↪ an election precinct - εκλογική περιφέρεια
- (αμερικανική σημασία) η περιφέρεια, ένα τμήμα μιας πόλης που βρίσκεται υπό τη δικαιοδοσία ενός αστυνομικού τμήματος· το ίδιο το αστυνομικό τμήμα της περιοχής
- ↪ a police precinct - αστυνομική περιφέρεια
- ↪ the police precinct - το αστυνομικό τμήμα
- (επίσημο) ο υπαίθριος χώρος που οριοθετείται από έναν τοίχο
Συνώνυμα
- → δείτε τη λέξη district
Πηγές
- precinct - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 688, 691. ISBN 9780194325684., λήμμα: περιοχή, περιφέρεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.