οικοπεδοποίηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οικοπεδοποίηση οι οικοπεδοποιήσεις
      γενική της οικοπεδοποίησης* των οικοπεδοποιήσεων
    αιτιατική την οικοπεδοποίηση τις οικοπεδοποιήσεις
     κλητική οικοπεδοποίηση οικοπεδοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, οικοπεδοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οικοπεδοποίηση < οικόπεδ(ο) + -ο- + -ποίηση

Ουσιαστικό

οικοπεδοποίηση θηλυκό

  1. η μετατροπή μεγάλων εκτάσεων γης σε οικόπεδα προς πώληση
  2. η συνήθως με παράνομα μέσα αξιοποίηση της γης, με τον τεμαχισμό μεγάλων εκτάσεων (συχνά δασικών) και εν συνεχεία η διάθεσή τους στην αγορά ακινήτων

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη οικόπεδο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.