οικιακά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | οικιακά | ||
| γενική | των | οικιακών | ||
| αιτιατική | τα | οικιακά | ||
| κλητική | οικιακά | |||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- οικιακά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου οικιακός
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.ci.a.ˈka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : οι‐κι‐α‐κά
Ουσιαστικό
οικιακά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (επάγγελμα) οι δουλειές του σπιτιού στο σύνολό τους. Η λέξη χρησιμοποιείται για να εκφράσει την κύρια ενασχόληση κάποιου.
- ※ Γαλλική εφημερίδα αναφέρει ότι η σύζυγος του υποψηφίου της συντηρητικής παράταξης, αν και δηλώνει πως ασχολείται με τα οικιακά, φέρεται να πληρώθηκε 500.000 ευρώ για τις υπηρεσίες της ως κοινοβουλευτική βοηθός του συζύγου της. (Εφημερίδα των Συντακτών, 25.01.2017)
- ↪Επάγγελμα: οικιακά
Πηγές
- οικιακός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κλιτικός τύπος επιθέτου
οικιακά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του οικιακός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.