οδόντωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | οδόντωμα | τα | οδοντώματα |
| γενική | του | οδοντώματος | των | οδοντωμάτων |
| αιτιατική | το | οδόντωμα | τα | οδοντώματα |
| κλητική | οδόντωμα | οδοντώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- οδόντωμα < ελληνιστική κοινή ὀδοντόω + -μα ((ιατρική): (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική odontoma)
Ουσιαστικό
οδόντωμα ουδέτερο
- οδοντωτή προεξοχή διαφόρων κατασκευών (μεταλλικών, ξύλινων, μαρμάρινων κ.λπ.) που συμβάλλει στη σύνδεσή της με άλλες παρόμοιες
- το σύνολο των «δοντιών» ενός οδοντωτού τροχού
- η προεξοχή επί της οποίας στηρίζονται τα δοκάρια της στέγης, του πατώματος κ.λπ.
- άλλη μορφή του οδόντωση
- (ιατρική) καλοήθης όγκος που συνδέεται με την ανάπτυξη των δοντιών
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.