οδόντωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το οδόντωμα τα οδοντώματα
      γενική του οδοντώματος των οδοντωμάτων
    αιτιατική το οδόντωμα τα οδοντώματα
     κλητική οδόντωμα οδοντώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οδόντωμα < ελληνιστική κοινή ὀδοντόω + -μα ((ιατρική): (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική odontoma)

Ουσιαστικό

οδόντωμα ουδέτερο

  1. οδοντωτή προεξοχή διαφόρων κατασκευών (μεταλλικών, ξύλινων, μαρμάρινων κ.λπ.) που συμβάλλει στη σύνδεσή της με άλλες παρόμοιες
  2. το σύνολο των «δοντιών» ενός οδοντωτού τροχού
  3. η προεξοχή επί της οποίας στηρίζονται τα δοκάρια της στέγης, του πατώματος κ.λπ.
  4. άλλη μορφή του οδόντωση
  5. (ιατρική) καλοήθης όγκος που συνδέεται με την ανάπτυξη των δοντιών

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.