οδόντωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | οδόντωση | οι | οδοντώσεις |
| γενική | της | οδόντωσης* | των | οδοντώσεων |
| αιτιατική | την | οδόντωση | τις | οδοντώσεις |
| κλητική | οδόντωση | οδοντώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, οδοντώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική denture
- < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Zähnung
Προφορά
- ΔΦΑ : /oˈðon.do.si/
Ουσιαστικό
οδόντωση θηλυκό
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη δόντι
Μεταφράσεις
οδοντοστοιχία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.