σπάτουλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σπάτουλα οι σπάτουλες
      γενική της σπάτουλας των σπατουλών
    αιτιατική τη σπάτουλα τις σπάτουλες
     κλητική σπάτουλα σπάτουλες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Δύο σπάτουλες για στοκάρισμα.
Σπάτουλα ζαχαροπλαστικής.

Ετυμολογία

σπάτουλα < (αντιδάνειο) < βενετική spatola < λατινική spatula, υποκοριστικό του spatha < αρχαία ελληνική σπάθη[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈspa.tu.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σπάτουλα

Ουσιαστικό

σπάτουλα θηλυκό

  • (εργαλείο) με λαβή και λεπτό έλασμα, που χρησιμοποιείται για την επάλειψη με μαλακά υλικά, ή στο ξύσιμο επιφανειών

Πολυλεκτικοί όροι

Συγγενικά

  • σπατουλάρισμα
  • σπατουλαριστός
  • σπατουλάρω

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.