ξύλωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξύλωμα | τα | ξυλώματα |
| γενική | του | ξυλώματος | των | ξυλωμάτων |
| αιτιατική | το | ξύλωμα | τα | ξυλώματα |
| κλητική | ξύλωμα | ξυλώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξύλωμα < (ελληνιστική κοινή) ξυλόω / ξυλῶ + -μα < αρχαία ελληνική ξύλον (βλ. (ελληνιστική κοινή) ξύλωμα)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈksi.lo.ma/
Ομώνυμα / Ομόηχα
Ουσιαστικό
ξύλωμα ουδέτερο
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ξύλο
αντιπαραβολικά
Μεταφράσεις
ξύλωμα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.