ξήλωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξήλωμα | τα | ξηλώματα |
| γενική | του | ξηλώματος | των | ξηλωμάτων |
| αιτιατική | το | ξήλωμα | τα | ξηλώματα |
| κλητική | ξήλωμα | ξηλώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξήλωμα < μεσαιωνική ελληνική ξήλωμα < ξηλώνω
Ουσιαστικό
ξήλωμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ξηλώνω
- το ξέπλεγμα του νήματος από ένα πλεκτό (και η επαναφορά του σε μορφή νήματος)
- το ξήλωμα είναι εύκολο, το πλέξιμο όμως...
- η απόσπαση αντικειμένου από τη θέση του, στην οποία είχε εφαρμοστεί σταθερά και τρόπον τινά μόνιμα είτε με καρφιά είτε με άλλο τρόπο
- -Πόσο θα στοιχίσει; -Θα αρχίσουμε με το ξήλωμα του παρκέ και βλέπουμε...
- (μεταφορικά) υποβιβασμός στρατιωτικού, αστυνομικού, υπουργού, δηλαδή ατόμου με εξουσία ανεξαρτήτως του βαθμού που φέρει και του τομέα στον οποίο απασχολείτα -σπανίως όμως στον ιδιωτικό τομέα
- (μεταφορικά) απομάκρυνση ή υποβιβασμός ατόμων που νόμιζαν ότι είχαν δια βίου εξασφαλισμένη την θέση τους και είχαν καταλήξει αρχόμισθα
- άρχισε το ξήλωμα των καρεκλοκένταυρων
- το ξέπλεγμα του νήματος από ένα πλεκτό (και η επαναφορά του σε μορφή νήματος)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ξηλώνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.