ξυλόφωνο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξυλόφωνο | τα | ξυλόφωνα |
| γενική | του | ξυλοφώνου & ξυλόφωνου |
των | ξυλοφώνων |
| αιτιατική | το | ξυλόφωνο | τα | ξυλόφωνα |
| κλητική | ξυλόφωνο | ξυλόφωνα | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Ξυλόφωνα για το μάθημα μουσικής.
Ετυμολογία
- ξυλόφωνο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική xylophone < αρχαία ελληνική ξύλον + φωνή, ξυλό- + -φωνο [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ksiˈlo.fo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξυ‐λό‐φω‐νο
Ουσιαστικό
ξυλόφωνο ουδέτερο
Μεταφράσεις
Αναφορές
- ξυλόφωνο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.