βιμπράφωνο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βιμπράφωνο τα βιμπράφωνα
      γενική του βιμπράφωνου
& βιμπραφώνου
των βιμπράφωνων
& βιμπραφώνων
    αιτιατική το βιμπράφωνο τα βιμπράφωνα
     κλητική βιμπράφωνο βιμπράφωνα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βιμπράφωνο < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική vibraphone ή γαλλική vibraphone < vibrato + -phone -φωνο

Ουσιαστικό

βιμπράφωνο ουδέτερο

  • (μουσικό όργανο) κρουστό μουσικό όργανο που μοιάζει με μεταλλόφωνο, αλλά κάθε πλάκα που παράγει ήχο συνδέεται με ειδικό αντηχείο, που δίνει στον ήχο ένα χαρακτηριστικό βιμπράτο. Παίζεται με μπαγκέτες

Ταυτόσημο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.