μπαγκέτα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπαγκέτα οι μπαγκέτες
      γενική της μπαγκέτας των μπαγκετών
    αιτιατική την μπαγκέτα τις μπαγκέτες
     κλητική μπαγκέτα μπαγκέτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
μπαγκέτες για τύμπανα
μια μπαγκέτα ψωμί

Ετυμολογία

μπαγκέτα < (άμεσο δάνειο) γαλλική baguette < ιταλική bacchetta < λατινική baculum < αρχαία ελληνική βάκτρον (ραβδί, μπαστούνι)

Ουσιαστικό

μπαγκέτα θηλυκό

  1. (μουσική) η ξύλινη ράβδος, η βέργα του μαέστρου
    ο μαέστρος κουνούσε τη μπαγκέτα του ρυθμικά
     συνώνυμα: μπατόν
  2. (μουσική) η ξύλινη ράβδος που χρησιμοποιείται στα κρουστά μουσικά όργανα
  3. (γαστρονομία) η λεπτή, αφράτη και μακρόστενη φραντζόλα ψωμιού. Χρησιμοποιείται συχνά για σάντουιτς.
    δώστε μου ένα καρβέλι ψωμί και δύο μπαγκέτες, σας παρακαλώ

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.