μπαγκέτα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μπαγκέτα | οι | μπαγκέτες |
| γενική | της | μπαγκέτας | των | μπαγκετών |
| αιτιατική | την | μπαγκέτα | τις | μπαγκέτες |
| κλητική | μπαγκέτα | μπαγκέτες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

μπαγκέτες για τύμπανα

μια μπαγκέτα ψωμί
Ετυμολογία
- μπαγκέτα < (άμεσο δάνειο) γαλλική baguette < ιταλική bacchetta < λατινική baculum < αρχαία ελληνική βάκτρον (ραβδί, μπαστούνι)
Ουσιαστικό
μπαγκέτα θηλυκό
Σύνθετα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.