ξυλο-
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ξυλο- < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ξυλο- < ξύλ(ο) + -ο- ή (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ξυλο- < ξύλο(ν)
Πρόθημα
ξυλο-, ξυλό- (& ξυλ- πρίν από φωνήεντα)
Σύνθετα
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ξυλο- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ξυλό- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ξυλ- στο Βικιλεξικό
Μεταφράσεις
ξυλο-
|
|
Πηγές
- ξυλο- - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- ξυλο- < ξύλ(ο) + -ο- ή (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ξυλο- < ξύλο(ν)
Σύνθετα
- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα ξυλο- στο Βικιλεξικό
- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα ξυλό- στο Βικιλεξικό
- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα ξυλ- στο Βικιλεξικό
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ξυλο- < ξύλο(ν)
Σύνθετα
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ξυλο- στο Βικιλεξικό
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ξυλό- στο Βικιλεξικό
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ξυλ- στο Βικιλεξικό
- Λέξεις ξυλο- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.