μαρίμπα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαρίμπα οι μαρίμπες
      γενική της μαρίμπας
    αιτιατική τη μαρίμπα τις μαρίμπες
     κλητική μαρίμπα μαρίμπες
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Μαρίμπα.

Ετυμολογία

μαρίμπα < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

ΔΦΑ : /maˈɾim.ba/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μαρίμπα

Ουσιαστικό

μαρίμπα θηλυκό

  • (μουσικό όργανο) κρουστό όργανο αφρικανικής προέλευσης που μοιάζει με ξυλόφωνο, με ξύλινα ηχεία κάτω από κάθε πλακέτα που παράγει ήχο. Παίζεται με μπαγκέτες

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.