μαρίμπα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μαρίμπα | οι | μαρίμπες |
| γενική | της | μαρίμπας | — | |
| αιτιατική | τη | μαρίμπα | τις | μαρίμπες |
| κλητική | μαρίμπα | μαρίμπες | ||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
.jpg.webp)
Μαρίμπα.
Ετυμολογία
- μαρίμπα < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /maˈɾim.ba/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐ρί‐μπα
Ουσιαστικό
μαρίμπα θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.