δρομικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δρομικός | η | δρομική | το | δρομικό |
| γενική | του | δρομικού | της | δρομικής | του | δρομικού |
| αιτιατική | τον | δρομικό | τη | δρομική | το | δρομικό |
| κλητική | δρομικέ | δρομική | δρομικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δρομικοί | οι | δρομικές | τα | δρομικά |
| γενική | των | δρομικών | των | δρομικών | των | δρομικών |
| αιτιατική | τους | δρομικούς | τις | δρομικές | τα | δρομικά |
| κλητική | δρομικοί | δρομικές | δρομικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δρομικός < αρχαία ελληνική δρομικός < δρόμος
Επίθετο
δρομικός
- (αθλητισμός) που έχει σχέση με τους αγώνες δρόμου ή αναφέρεται σ’ αυτούς
- ※ Συμμετέχουν σε δρομικούς αγώνες μικρότερων ή μεγαλύτερων αποστάσεων, ανάλογα με τις δυνατότητές τους, βιώνοντας ευχάριστα συναισθήματα και έχοντας την αίσθηση ότι τα καταφέρνουν. Στην κορωνίδα των αγώνων αυτών ανήκει ο Κλασικός Μαραθώνιος της Αθήνας, ο οποίος πραγματοποιήθηκε χθες, 10 Νοεμβρίου 2013. (εφ. Το Βήμα, 08.11.2013)
- (αρχιτεκτονική) που αφορά τρόπο χτισίματος κατά τον οποίο οι πέτρες ή τα τούβλα τοποθετούνται με τη μακρά τους πλευρά κατά μήκος του τοίχου
- ≠ αντώνυμα: μπατικός
- (αρχιτεκτονική) που αφορά ναό τύπου βασιλικής με εσωτερικό χωρισμό σε κλίτη με σειρές κιονοστοιχιών
Μεταφράσεις
δρομικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.