ξιπάζομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξιπάζομαι < παθητική φωνή του ρήματος ξιπάζω

Ρήμα

ξιπάζομαι

  1. τρομάζω, ξαφνιάζομαι
  2. έχω πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου

  • ξυπάζομαι

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.