ξινόγαλο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξινόγαλο | τα | ξινόγαλα |
| γενική | του | ξινόγαλου | των | ξινόγαλων |
| αιτιατική | το | ξινόγαλο | τα | ξινόγαλα |
| κλητική | ξινόγαλο | ξινόγαλα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξινόγαλο < γινόγαλ(α) + -ο
Ουσιαστικό
ξινόγαλο ουδέτερο
- (ποτό) άλλη μορφή του ξινόγαλα
- ※ Φάγαμε μαζί την αντάρτικη μπομπότα με το τυρί που μας είχαν δώσει, οι νοικοκυραίοι μας φιλέψαν και λίγο ξινόγαλο (Δημήτρης Χατζής, Σπουδές: διηγήματα ξανατυπωμένα και άλλα, Το Ροδάκιο, 2000)
- ※ Άλλες βασικές τροφές ήταν το λάδι, το βούτυρο, το γάλα, το τυρί, η μυτζήθρα, το ξινόγαλο, το κορκοφίγκι, το παστό χοιρινό, τα κοτόπουλα (Ιωάννης Σπ. Αναγνωστόπουλος, Λαογραφικά του Αχλαδόκαμπου, 1985, σελ. 27)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.