κεφίρ

Νέα ελληνικά (el)

Σερβίρισμα κεφίρ σε ποτήρι.
Κόκκοι κεφίρ. Συμβιωτική καλλιέργεια βακτηρίων και διαφορετικών μαγιών.

Ετυμολογία

κεφίρ < (άμεσο δάνειο) ρωσική кефи́р  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

κεφίρ ουδέτερο άκλιτο

  1. (γαλακτοκομία) συμβιωτικό μείγμα μικροοργανισμών σε μορφή κόκκων ή σπόρων
  2. (ποτό) το ρόφημα που παράγεται από τους κόκκους κεφίρ, που μοιάζει με γιαούρτι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.