ξεχαρβαλώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξεχαρβαλώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ξεχαρβαλώνω < ξε- + χαρβαλώνω < χάρβαλ(ο)[1] + -ώνω

Προφορά

ΔΦΑ : /kse.xaɾ.vaˈlo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξεχαρβαλώνω

Ρήμα

ξεχαρβαλώνω, αόρ.: ξεχαρβάλωσα, παθ.φωνή: ξεχαρβαλώνομαι, π.αόρ.: ξεχαρβαλώθηκα, μτχ.π.π.: ξεχαρβαλωμένος

  1. χαλάω ή εξαρθρώνω το μηχανισμό κάποιου εξαρτήματος και κατ' επέκταση του μηχανήματος ή του αντικειμένου στο οποίο χρησιμοποιείται
    είναι τόσο άγαρμπος σε όλες του τις κινήσεις που έχει ξεχαρβαλώσει όλα τα συρτάρια
  2. (συνεκδοχικά) αποδιοργανώνω, απορρυθμίζω

Παράγωγα

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

ξεχαρβαλώνω < ξε- + χαρβαλώνω < χάρβαλ(ο)[1] + -ώνω

Ουσιαστικό

ξεχαρβαλώνω

Παράγωγα

  • ἐξεχαρβαλωμένος (μετοχή)

Συγγενικά

  • καταχαρβαλώνω
  • παλαιοχαρβαλωμένος

 και δείτε τη λέξη χαρβαλώνω

Αναφορές

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.