ξεχαρβάλωτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ξεχαρβάλωτος | η | ξεχαρβάλωτη | το | ξεχαρβάλωτο |
| γενική | του | ξεχαρβάλωτου | της | ξεχαρβάλωτης | του | ξεχαρβάλωτου |
| αιτιατική | τον | ξεχαρβάλωτο | την | ξεχαρβάλωτη | το | ξεχαρβάλωτο |
| κλητική | ξεχαρβάλωτε | ξεχαρβάλωτη | ξεχαρβάλωτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ξεχαρβάλωτοι | οι | ξεχαρβάλωτες | τα | ξεχαρβάλωτα |
| γενική | των | ξεχαρβάλωτων | των | ξεχαρβάλωτων | των | ξεχαρβάλωτων |
| αιτιατική | τους | ξεχαρβάλωτους | τις | ξεχαρβάλωτες | τα | ξεχαρβάλωτα |
| κλητική | ξεχαρβάλωτοι | ξεχαρβάλωτες | ξεχαρβάλωτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ξεχαρβάλωτος < ξεχαρβαλώνω + -τος
Προφορά
- ΔΦΑ : /kse.xaɾˈva.lo.tos/
Αντώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις ξεχαρβαλώνω και χάρβαλο
Μεταφράσεις
ξεχαρβάλωτος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.