αξεχαρβάλωτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αξεχαρβάλωτος | η | αξεχαρβάλωτη | το | αξεχαρβάλωτο |
| γενική | του | αξεχαρβάλωτου | της | αξεχαρβάλωτης | του | αξεχαρβάλωτου |
| αιτιατική | τον | αξεχαρβάλωτο | την | αξεχαρβάλωτη | το | αξεχαρβάλωτο |
| κλητική | αξεχαρβάλωτε | αξεχαρβάλωτη | αξεχαρβάλωτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αξεχαρβάλωτοι | οι | αξεχαρβάλωτες | τα | αξεχαρβάλωτα |
| γενική | των | αξεχαρβάλωτων | των | αξεχαρβάλωτων | των | αξεχαρβάλωτων |
| αιτιατική | τους | αξεχαρβάλωτους | τις | αξεχαρβάλωτες | τα | αξεχαρβάλωτα |
| κλητική | αξεχαρβάλωτοι | αξεχαρβάλωτες | αξεχαρβάλωτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αξεχαρβάλωτος < α- + ξεχαρβαλώνω + -τος
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.kse.xaɾˈva.lo.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ξε‐χαρ‐βά‐λω‐τος
Αντώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις ξεχαρβαλώνω και χάρβαλο
Μεταφράσεις
αξεχαρβάλωτος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.