απορρυθμίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- απορρυθμίζω < απο- + ρυθμίζω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική dérégler)
Ρήμα
απορρυθμίζω (παθητική φωνή: απορρυθμίζομαι)
- κάνω κάτι να δυσλειτουργεί, αποδιοργανώνω, αναστατώνω
- καταργώ νομοθεσία για μείωση της γραφειοκρατίας
- Τα πλαστικά απορρυθμίζουν το ορμονικό σύστημα.
- Αντιλαϊκό κι αντεργατικό το νομοσχέδιο για τα εργασιακά, απορρυθμίζει την αγορά της εργασίας.
Συγγενικά
- απορρύθμιση
- απορρυθμιστικά
- απορρυθμιστικός
- → δείτε τις λέξεις από, ρυθμίζω και ρυθμός
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | απορρυθμίζω | απορρύθμιζα | θα απορρυθμίζω | να απορρυθμίζω | απορρυθμίζοντας | |
| β' ενικ. | απορρυθμίζεις | απορρύθμιζες | θα απορρυθμίζεις | να απορρυθμίζεις | απορρύθμιζε | |
| γ' ενικ. | απορρυθμίζει | απορρύθμιζε | θα απορρυθμίζει | να απορρυθμίζει | ||
| α' πληθ. | απορρυθμίζουμε | απορρυθμίζαμε | θα απορρυθμίζουμε | να απορρυθμίζουμε | ||
| β' πληθ. | απορρυθμίζετε | απορρυθμίζατε | θα απορρυθμίζετε | να απορρυθμίζετε | απορρυθμίζετε | |
| γ' πληθ. | απορρυθμίζουν(ε) | απορρύθμιζαν απορρυθμίζαν(ε) |
θα απορρυθμίζουν(ε) | να απορρυθμίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | απορρύθμισα | θα απορρυθμίσω | να απορρυθμίσω | απορρυθμίσει | ||
| β' ενικ. | απορρύθμισες | θα απορρυθμίσεις | να απορρυθμίσεις | απορρύθμισε | ||
| γ' ενικ. | απορρύθμισε | θα απορρυθμίσει | να απορρυθμίσει | |||
| α' πληθ. | απορρυθμίσαμε | θα απορρυθμίσουμε | να απορρυθμίσουμε | |||
| β' πληθ. | απορρυθμίσατε | θα απορρυθμίσετε | να απορρυθμίσετε | απορρυθμίστε | ||
| γ' πληθ. | απορρύθμισαν απορρυθμίσαν(ε) |
θα απορρυθμίσουν(ε) | να απορρυθμίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω απορρυθμίσει | είχα απορρυθμίσει | θα έχω απορρυθμίσει | να έχω απορρυθμίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις απορρυθμίσει | είχες απορρυθμίσει | θα έχεις απορρυθμίσει | να έχεις απορρυθμίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει απορρυθμίσει | είχε απορρυθμίσει | θα έχει απορρυθμίσει | να έχει απορρυθμίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε απορρυθμίσει | είχαμε απορρυθμίσει | θα έχουμε απορρυθμίσει | να έχουμε απορρυθμίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε απορρυθμίσει | είχατε απορρυθμίσει | θα έχετε απορρυθμίσει | να έχετε απορρυθμίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν απορρυθμίσει | είχαν απορρυθμίσει | θα έχουν απορρυθμίσει | να έχουν απορρυθμίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.