ξαπλωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ξαπλωμένος | η | ξαπλωμένη | το | ξαπλωμένο |
| γενική | του | ξαπλωμένου | της | ξαπλωμένης | του | ξαπλωμένου |
| αιτιατική | τον | ξαπλωμένο | την | ξαπλωμένη | το | ξαπλωμένο |
| κλητική | ξαπλωμένε | ξαπλωμένη | ξαπλωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ξαπλωμένοι | οι | ξαπλωμένες | τα | ξαπλωμένα |
| γενική | των | ξαπλωμένων | των | ξαπλωμένων | των | ξαπλωμένων |
| αιτιατική | τους | ξαπλωμένους | τις | ξαπλωμένες | τα | ξαπλωμένα |
| κλητική | ξαπλωμένοι | ξαπλωμένες | ξαπλωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ξαπλωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ξαπλώνω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ksa.ploˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξα‐πλω‐μέ‐νος
Μετοχή
ξαπλωμένος, -η, -ο
- που βρίσκεται με όλο του το σώμα να εφάπτεται σε μια οριζόντια επιφάνεια
- ≈ συνώνυμα: ξαπλωτός → δείτε και τη λέξη πλαγιασμένος
- που έχει ξαπλώσει για να ξεκουραστεί
Σύνθετα
Μεταφράσεις
ξαπλωμένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.