ξαπλωτός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ξαπλωτός | η | ξαπλωτή | το | ξαπλωτό |
| γενική | του | ξαπλωτού | της | ξαπλωτής | του | ξαπλωτού |
| αιτιατική | τον | ξαπλωτό | την | ξαπλωτή | το | ξαπλωτό |
| κλητική | ξαπλωτέ | ξαπλωτή | ξαπλωτό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ξαπλωτοί | οι | ξαπλωτές | τα | ξαπλωτά |
| γενική | των | ξαπλωτών | των | ξαπλωτών | των | ξαπλωτών |
| αιτιατική | τους | ξαπλωτούς | τις | ξαπλωτές | τα | ξαπλωτά |
| κλητική | ξαπλωτοί | ξαπλωτές | ξαπλωτά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ξαπλωτός < μεσαιωνική ελληνική ξαπλωτός < εξαπλωτός < εξαπλώνω < (ελληνιστική κοινή) ἐξαπλόω / ἐξαπλῶ
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.