ξέφρενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ξέφρενος | η | ξέφρενη | το | ξέφρενο |
| γενική | του | ξέφρενου | της | ξέφρενης | του | ξέφρενου |
| αιτιατική | τον | ξέφρενο | την | ξέφρενη | το | ξέφρενο |
| κλητική | ξέφρενε | ξέφρενη | ξέφρενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ξέφρενοι | οι | ξέφρενες | τα | ξέφρενα |
| γενική | των | ξέφρενων | των | ξέφρενων | των | ξέφρενων |
| αιτιατική | τους | ξέφρενους | τις | ξέφρενες | τα | ξέφρενα |
| κλητική | ξέφρενοι | ξέφρενες | ξέφρενα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Επίθετο
ξέφρενος, -η, -ο
- ορμητικός, πολύ γρήγορος, ασταμάτητος, χωρίς λογική, πολύ ενστικτώδης
- ↪ ξέφρενο κυνηγητό, ξέφρενη άνοδος του χρηματιστηρίου, η ξέφρενη πορεία του ΙΧ, ξέφρενο πάρτι, ξέφρενο γλέντι, ξέφρενος δανεισμός, ξέφρενος χορός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.