ξέφρενα
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
ξέφρενα
<
ξέφρενος
Επίρρημα
ξέφρενα
ανεξέλεγκτα
, χωρίς αυτοσυγκράτηση για άνθρωπο ή χωρίς έλεγχο για αντικείμενο
Μεταφράσεις
ξέφρενα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ξέφρενα
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
ξέφρενο
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.