ξάφνιασμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξάφνιασμα | τα | ξαφνιάσματα |
| γενική | του | ξαφνιάσματος | των | ξαφνιασμάτων |
| αιτιατική | το | ξάφνιασμα | τα | ξαφνιάσματα |
| κλητική | ξάφνιασμα | ξαφνιάσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξάφνιασμα < μεσαιωνική ελληνική ξάφνισμα < ξαφνίζω και ἐξαφνίζω < αρχαία ελληνική ἐξαίφνης < ἐξ + αἴφνης
Ουσιαστικό
ξάφνιασμα ουδέτερο
- ο απρόσμενος, απροσδόκητος, ξαφνικός τρόμος
- η απροσδόκητη έκπληξη
- Η επίσκεψή σου Μαρία απόψε στο σπίτι μου θα ήταν ένα ευχάριστο ξάφνιασμα αν δεν είχα ήδη παρέα την Ελένη, οπότε μάλλον εσύ είχες ένα δυσάρεστο ξάφνιασμα υποθέτω...
- ο μικροτραυματισμός από απότομη κίνηση
- Εχω ένα ξάφνιασμα' στο λαιμό και φοράω τρεις μέρες τώρα νύχτα-μέρα ένα κολάρο που μου έχει αλλάξει τα φώτα
Ταυτόσημο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.