έξαφνα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

έξαφνα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἔξαφνα < αρχαία ελληνική ἐξαίφνης < ἐξ + ἄφνω

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈe.ksa.fna/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έξαφνα
παλιότερος συλλαβισμός: έξαφνα

Επίρρημα

έξαφνα (χρονικό επίρρημα)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.