αίφνης

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αίφνης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική αἴφνης

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈef.nis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αίφνης

Επίρρημα

αίφνης

  • (λόγιο) ξαφνικά
      Έπειτ’ από τα θαύματά του τα πολλά, / την φήμη της διδασκαλίας του / που διεδόθηκεν εις τόσα έθνη / εκρύφθηκ' αίφνης και δεν έμαθε κανείς / με θετικότητα τι έγινε / (ουδέ κανείς ποτέ είδε τάφον του). (Κωνσταντίνος Καβάφης, Είγε ετελεύτα)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.