αιφνίδια

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αιφνίδια < αιφνίδι(ος) +

Προφορά

ΔΦΑ : /efˈni.ði.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αιφνίδια

Επίρρημα

αιφνίδια

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

αιφνίδια

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του αιφνίδιος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (αιφνίδιο) του αιφνίδιος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.