ξάφνισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξάφνισμα τα ξαφνίσματα
      γενική του ξαφνίσματος των ξαφνισμάτων
    αιτιατική το ξάφνισμα τα ξαφνίσματα
     κλητική ξάφνισμα ξαφνίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξάφνισμα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ξάφνισμα ουδέτερο

 δείτε τη λέξη  ξάφνιασμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.