surprise

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
surprise surprises

surprise (en)

  1. η έκπληξη, αιφνιδιαστικός, ένα γεγονός, μια είδηση ​​κτλ. που είναι απροσδόκητο ή που συμβαίνει ξαφνικά
    What a surprise!
    Τι έκπληξη!
    My day was full of surprises.
    Η μέρα μου ήταν γεμάτη με εκπλήξεις.
    Our surprise attack failed.
    Ο αιφνιδιασμός μας απέτυχε.
    a surprise visit/attack - αιφνιδιαστική επίσκεψη/επίθεση
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η έκπληξη, ένα συναίσθημα που προκαλείται από κάτι που συμβαίνει ξαφνικά ή απροσδόκητα
    to the surprise of everyone - προς έκπληξη όλων
    It caused a lot of surprise.
    Προκάλεσε μεγάλη έκπληξη.
  3. (μη μετρήσιμο) ο αιφνιδιασμός, η χρήση μεθόδων που προκαλούν αισθήματα έκπληξης
    We had the element of surprise on our side.
    Είχαμε το στοιχείο του αιφνιδιασμού με το μέρος μας.

Ρήμα

ενεστώτας surprise
γ΄ ενικό ενεστώτα surprises
αόριστος surprised
παθητική μετοχή surprised
ενεργητική μετοχή surprising

surprise (en)

  • καταπλήσσω, εκπλήσσω, κάνω σε κάποιον έκπληξη
    Seeing him leave surprised me.
    Καταπλάγηκα όταν τον είδα να φεύγει.
    Nothing surprises me now.
    Τίποτα δεν με εκπλήσσει τώρα.
    It is nothing to be surprised about.
    Δεν είναι να εκπλήσσεται κανείς.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη astonish

Πηγές



Γαλλικά (fr)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

surprise (fr)

  1. η έκπληξη
    il lui a fait une belle surprise ! - του/της έκανε μια ωραία έκπληξη!
    quelle surprise ! - τι έκπληξη!
  2. ο αιφνιδιασμός
  3. το ξάφνιασμα

Συνώνυμα

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.