νυσταγμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νυσταγμένος η νυσταγμένη το νυσταγμένο
      γενική του νυσταγμένου της νυσταγμένης του νυσταγμένου
    αιτιατική τον νυσταγμένο τη νυσταγμένη το νυσταγμένο
     κλητική νυσταγμένε νυσταγμένη νυσταγμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νυσταγμένοι οι νυσταγμένες τα νυσταγμένα
      γενική των νυσταγμένων των νυσταγμένων των νυσταγμένων
    αιτιατική τους νυσταγμένους τις νυσταγμένες τα νυσταγμένα
     κλητική νυσταγμένοι νυσταγμένες νυσταγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά

ΔΦΑ : /ni.staɣˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νυσταγμένος

Μετοχή

νυσταγμένος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.