αφηγηματικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αφηγηματικός | η | αφηγηματική | το | αφηγηματικό |
| γενική | του | αφηγηματικού | της | αφηγηματικής | του | αφηγηματικού |
| αιτιατική | τον | αφηγηματικό | την | αφηγηματική | το | αφηγηματικό |
| κλητική | αφηγηματικέ | αφηγηματική | αφηγηματικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αφηγηματικοί | οι | αφηγηματικές | τα | αφηγηματικά |
| γενική | των | αφηγηματικών | των | αφηγηματικών | των | αφηγηματικών |
| αιτιατική | τους | αφηγηματικούς | τις | αφηγηματικές | τα | αφηγηματικά |
| κλητική | αφηγηματικοί | αφηγηματικές | αφηγηματικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αφηγηματικός < (ελληνιστική κοινή) ἀφηγηματικός < αρχαία ελληνική ἀφηγοῦμαι
Επίθετο
αφηγηματικός, -ή, -ό
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.