novus

Λατινικά (la)

Ετυμολογία

novus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *néwos. Συγγενές με το (αρχαία ελληνική) νέος, το σανσκριτικό नव (náva) και το αρχαίο αγγλικό nīwe (αγγλικά new)

Επίθετο

novus (la)

  1. νέος, καινούργιος
  2. φρέσκος
  3. πρόσφατος
  4. ασυνήθιστος

Κλίση

ενικός πληθυντικός
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική novus nova novum novī novae nova
γενική novī novae novī novōrum novārum novōrum
δοτική novō novae novō novīs novīs novīs
αιτιατική novum novam novum novōs novās nova
κλητική nove nova novum novī novae nova
αφαιρετική novō novā novō novīs novīs novīs
(Επίθετα) (Μετοχές) (Αντωνυμίες) (Γερουνδιακά)

Συνώνυμα

Αντώνυμα

(novior)/recentior
novissimus
nove/noviter
(novius)
novissime
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.