νηστικάτα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

νηστικάτα < νηστικ(ός) + -άτα

Προφορά

ΔΦΑ : /ni.stiˈka.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νηστικάτα

Επίρρημα

νηστικάτα

  • έχοντας μείνει νηστικοί
    ήπιε ολόκληρο μπουκάλι ούζο νηστικάτα και τώρα τον πονάει το στομάχι του

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.