νηστεύτρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | νηστεύτρια | οι | νηστεύτριες |
| γενική | της | νηστεύτριας | των | νηστευτριών |
| αιτιατική | τη | νηστεύτρια | τις | νηστεύτριες |
| κλητική | νηστεύτρια | νηστεύτριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
νηστεύτρια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.