νησιωτικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | νησιωτικότητα | οι | νησιωτικότητες |
| γενική | της | νησιωτικότητας | των | νησιωτικοτήτων |
| αιτιατική | τη | νησιωτικότητα | τις | νησιωτικότητες |
| κλητική | νησιωτικότητα | νησιωτικότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- νησιωτικότητα < νησιωτικός + -ότητα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική insularity)
Ουσιαστικό
νησιωτικότητα θηλυκό
- (νεολογισμός) ο ιδιαίτερος χαρακτήρας και τα χαρακτηριστικά των νησιωτικών περιοχών (απομόνωση, δύσκολη πρόσβαση κ.λπ.)
- Ο κυρίαρχος λόγος όταν μιλάει για τη «νησιωτικότητα» στέκεται μόνο στα «εξωτερικά» της χαρακτηριστικά, δηλαδή τα μειονεκτήματα που εμφανίζουν τα νησιά έναντι της ηπειρωτικής χώρας και άρα και στις αναγκαίες, οριζόντιες πολίτικες για την άμβλυνση αυτών των μειονεκτημάτων. (*)
- Η κοινή έννοια της νησιωτικότητας παραπέμπει στην απομόνωση και την απομάκρυνση από το κέντρο. (*)
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις νησιωτικός και νησί
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.