insularité

Γαλλικά (fr)

Ουσιαστικό

insularité (fr) θηλυκό

  1. η νησιώτικη ιδιομορφία ενός κράτους που αποτελείται από ένα ή πολλά νησιά
  2. ο νησιώτικος χαρακτήρας, η νησιωτικότητα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.