insularité
Γαλλικά (fr)
Ουσιαστικό
insularité (fr) θηλυκό
- η νησιώτικη ιδιομορφία ενός κράτους που αποτελείται από ένα ή πολλά νησιά
- ο νησιώτικος χαρακτήρας, η νησιωτικότητα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.