ορεινότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ορεινότητα | οι | ορεινότητες |
| γενική | της | ορεινότητας | των | ορεινοτήτων |
| αιτιατική | την | ορεινότητα | τις | ορεινότητες |
| κλητική | ορεινότητα | ορεινότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ορεινότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του ορεινού, το να χαρακτηρίζεται κάποιος τόπος ορεινός
- ※ Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση που συνοδεύει την τροπολογία, «οι διαρκώς εξελισσόμενες συνθήκες διαχείρισης των στερεών αποβλήτων λόγω των διαφοροποιημένων αναγκών κάθε δήμου, των ιδιαίτερων συνθηκών που επικρατούν (ορεινότητα, νησιωτικότητα κ.ο.κ.), αλλά και των δυνατοτήτων που έχουν οι δήμοι δεν επιτρέπουν πάντα και συνολικά την αποκομιδή με τις καθιερωμένες μεθόδους και προσωπικό που οι δήμοι έχουν στη διάθεσή τους». (εφ. Το Βήμα, 13/5/2011)
Μεταφράσεις
ορεινότητα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.