νέηλυς

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

νέηλυς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νέηλυς

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈne.i.lis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νέηλυς

Ουσιαστικό

νέηλυς αρσενικό ή θηλυκό, πληθυντικός: νεήλυδες & (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο νέηλυς)

  • (αρχαιοπρεπές, ειρωνικό) νεοφερμένος, νιόφερτος, που ήρθε και εγκατάσταθηκε πρόσφατα σε έναν τόπο
    Έσπευσαν να παρέμβουν νεήλυδες που δεν είχαν ούτε την πείρα, ούτε τις γνώσεις...

Μεταφράσεις

Πηγές

  • νέηλυς - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική / νέηλυς οἱ/αἱ νεήλυδες
      γενική τοῦ/τῆς νεήλυδος τῶν νεηλύδων
      δοτική τῷ/τῇ νεήλυδ τοῖς/ταῖς νεήλυσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν νεήλυδ τοὺς/τὰς νεήλυδᾰς
     κλητική ! νέηλυς νεήλυδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  νεήλυδε
γεν-δοτ τοῖν  νεηλύδοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'νέηλυς' όπως «νέηλυς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νέηλυς < (νέος) νέ- + -ηλυς < θέμα ἐλυ- (με ήτα, λόγω συνθετικής έκτασης), μεταπτωτική βαθμίδα στην πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *el-eu (Χρειάζεται γραφή ΠΙΕ) Δείτε και ἔλευσις, προσήλυτος, ἤλυθον. [1]

Ουσιαστικό

νέηλυς, -ῠδος αρσενικό ή θηλυκό

Αναφορές

  1. s.v. έπηλυς - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.