νεογραμματικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νεογραμματικός οι νεογραμματικοί
      γενική του νεογραμματικού των νεογραμματικών
    αιτιατική τον νεογραμματικό τους νεογραμματικούς
     κλητική νεογραμματικέ νεογραμματικοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νεογραμματικός < νεο- + γραμματικός ((μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Junggrammatiker[1])

Ουσιαστικό

νεογραμματικός αρσενικό

Μεταφράσεις

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νεογραμματικός η νεογραμματική το νεογραμματικό
      γενική του νεογραμματικού της νεογραμματικής του νεογραμματικού
    αιτιατική τον νεογραμματικό τη νεογραμματική το νεογραμματικό
     κλητική νεογραμματικέ νεογραμματική νεογραμματικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νεογραμματικοί οι νεογραμματικές τα νεογραμματικά
      γενική των νεογραμματικών των νεογραμματικών των νεογραμματικών
    αιτιατική τους νεογραμματικούς τις νεογραμματικές τα νεογραμματικά
     κλητική νεογραμματικοί νεογραμματικές νεογραμματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Επίθετο

νεογραμματικός -ή -ό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.